- αλαμπάδιαστος
- και αλαμπάδιστος, -η, -ο [λαμπαδιάζω]1. αυτός που τελείται χωρίς λαμπάδες2. αυτός που δεν λαμπαδιάζει, που δεν αναδίδει φλόγες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλαμπάδιαστος — η, ο 1. αυτός που δε βγάζει φλόγα: Η φωτιά έκαιγε αλαμπάδιαστη. 2. αυτός που γίνεται χωρίς λαμπάδες: Έγινε χαμός, αλλά χαμός αλαμπάδιαστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)